παιδαριωδία

παιδαριωδία
η
η ιδιότητα τού παιδαριώδους
2. πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδαριώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηπίασις — νηπίασις, ἡ (Μ) [νηπιάζω] παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία …   Dictionary of Greek

  • νηπιότης — νηπιότης, ἡ (ΑΜ) [νήπιος] η περίοδος τής βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας τού ανθρώπου αρχ. 1. (κατ επέκτ.) η παιδική ηλικία 2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία 3. παιδική αθωότητα 4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη… …   Dictionary of Greek

  • παιδιάρισμα — το [παιδιαρίζω] συμπεριφορά παιδιού, πράξη ή λόγος παιδαριώδης, παιδαριωδία …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”